- περικινώ
- -έω, Ακινώ κάτι από όλες τις μεριές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περικινῶ — περικινέω move round pres subj act 1st sg (attic epic doric) περικινέω move round pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… … Dictionary of Greek
συμπερικινώ — έω, Α [περικινῶ] περιστρέφω συγχρόνως … Dictionary of Greek